Ξημερώματα Τετάρτης 13 Οκτώβρη κατά την διαφυγή μου από χώρο στάθμευσης οχημάτων της Δ.Ε.Η., κατόπιν πυρπόλησης μερικών αυτοκινήτων της, βρέθηκα περικυκλωμένος από αστυνομικούς της ασφάλειας. Εν συνεχεία οδηγήθηκα, με τις χειροπέδες πισθάγκωνα, σε συμβατικό όχημα της ΕΛ.ΑΣ., περιμένοντας όπως είπαν να επεκταθεί η φωτιά, για να ξεκινήσει η μεταγωγή μου στην ΓΑΔΘ.
Η χρονική στιγμή της σύλληψης μου αποτέλεσε και την έναρξη του διαρκή ψυχολογικού πολέμου που ακολούθησε, με τις γνωστές τακτικές της ΕΛ.ΑΣ. όσον αφορά τον χειρισμό τέτοιων καταστάσεων. Η γκάμα ήταν μεγάλη. Από “αδελφικές” συμβουλές ηλιθίων και σχόλια τύπυ “εσείς βλέπετε εχθρούς εμείς όχι” μέχρι εξευτελιστικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος μου και εις βάρος συντρόφων. Από φιλικές ερωτήσεις σε άνετους χώρους με κερασμένες πορτοκαλάδες, μέχρι πολύωρες ανακρίσεις απειλητικού χαρακτήρα σε μια προσπάθεια εξόντωσης και προσβολής της αξιοπρέπειας μου. Από έρευνες σε σπίτια, μέχρι εντάλματα σύλληψης που αποσκοπούν στην στοχοποίηση και ποινικοποίηση ενός ευρύτερου φιλικού και συντροφικού μου κύκλου. Όλα αυτά υπό το πρίσμα της νέας και εξελιγμένης αντιτρομοκρατικής πολιτικής.