κείμενο της Κ. Καρακατσάνη

1.Για την «συμφωνία»

Αποφεύγοντας την δημόσια αντιπαράθεση, θα μπορούσα να μην απαντήσω στην τοποθέτηση αυτών που επικαλούνται τη στάση μου προκειμένου να μαζέψουν τις ασυμμάζευτες αστοχίες τους. Όμως το κάνω, λόγο συνέπειας ως προς τη δέσμευση μου με τον ευρύτερο αγώνα. Δεν σκοπεύω να πατήσω στις πλάτες άλλων για να ανέβω φαινομενικά, έχω ούτως ή άλλως πράγματα να πω.

Θα ήταν όμως πολύ φθηνό και επιπλέον δεν θα βοηθούσε πολιτικά την κατάσταση, το να περιοριζόμουν στο τι είπαμε και τι δεν είπαμε με κάποιους. Οι ουσιώδεις ρήξεις απελευθερώνουν και έτσι πλέον δεν έχω κανένα δισταγμό στο να σπάσω το ταμπού της δημόσιας κριτικής αγωνιστικών κινήσεων.

Και φυσικά, αφού κάποιοι μίλησαν παραπάνω από ότι τους αρμόζει, αναγκάζομαι να αναφέρω θέματα που σε άλλη περίπτωση θα θεωρούσα πως δεν έχουν καμία δουλειά σε ένα δημόσιο κείμενο. Πρώτον ,λοιπόν, θα ξεκαθαρίσω τη θέση μου, επιδιώκω όμως να δώσω και τροφή για σκέψη από την στιγμή που στεκόμαστε αμήχανοι μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις.

 

 

Θα ξεκινήσω με το ζήτημα της «συμφωνίας» που υποτίθεται πως έκανα με τους συγκατηγορούμενους μου. Εκείνοι έγραψαν πως «συζητούσαν σοβαρά το ενδεχόμενο να γίνει η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και πως θα αντιδρούσαν σε αυτή την πιθανότητα». Από πλευράς μου, δεν συμμετείχα ποτέ σε τέτοιες συζητήσεις και δεν κινήθηκα σε κανένα σχέδιο κοινής προεργασίας της δίκης. Το μόνο που μου είχε αναφερθεί, ήταν το ζήτημα του ακροατηρίου, δηλαδή να μην καταλαμβάνουν οι ασφαλίτες τα καθίσματα ώστε να μπει στην αίθουσα όσο το δυνατόν μεγαλύτερος αριθμός αλληλέγγυων. Αυτό ήταν το μόνο για το οποίο είχαμε συνεννοηθεί, ενώ όλα τα υπόλοιπα αιτήματα βγήκαν αιφνιδιαστικά στο προσκήνιο. Δηλαδή η διεκδίκηση τους δεν ήταν προϊόν κάποιας συνεννόησης ή τουλάχιστον εγώ δεν γνώριζα κάτι τέτοιο . Φυσικά και δεν εξέφρασα καμία αντίρρηση για τα όποια αιτήματα και ότι έγινε την πρώτη ημέρα είχε τη δική μου συναίνεση. Βέβαια προς στιγμήν αντιλαμβανόμουν την αποχώρηση σαν μια κίνηση διαμαρτυρίας καθώς κανείς δεν γνώριζε το ενδεχόμενο της ερήμην εκδίκασης. Από την στιγμή που ενημερωθήκαμε γι αυτό, όλα τέθηκαν ξανά υπό συζήτηση κι ενώ με διακατείχε σκεπτικισμός, απέφυγα να κάνω βεβιασμένες κινήσεις και δηλώσεις που δεν μπορούσα να επεξεργαστώ, μέσα στο ασφυκτικά στενό χρονικό περιθώριο. Έτσι, δεν δεσμεύτηκα για κάτι, αφήνοντας προσωρινά ένα κενό σχετικά με την στάση μου. Κι επειδή λειτούργησα τελείως ατομικά, όπως άλλωστε σκόπευα, δεν επικοινώνησα με κανέναν τις σκέψεις μου. Άρα, αν άφησα περιθώρια παρερμηνείας, ήταν  δικό μου λάθος και φυσικά το αποδέχομαι. Μεταξύ του ότι συμφώνησα στο να τεθούν αιτήματα και του ότι συμφώνησα να δικαστώ ερήμην, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Το ότι ρωτήθηκα και «διαβεβαίωσα πως εξακολουθώ να συμφωνώ» και άλλα τέτοια που γράφτηκαν, είναι αισχρά ψέματα. Ίσα-ίσα που ήξεραν πως δεν έχω πει στους δικηγόρους μου ότι θα τους παύσω. Όμως όπως και να χει, από την αρχή αυτής της υπόθεσης μέχρι και σήμερα κινούμαι τελείως αυτόνομα, γι αυτό νομίζω πως δεν έχω δώσει καμία εντύπωση στους συγκατηγορούμενους μου, πως μπορούν να φαντάζονται τέτοιες συμφωνίες, που προϋποθέτουν καλή συνεννόηση, πρόθεση αγωνιστικής συνύπαρξης και συντροφικό αίσθημα. Έννοιες που σίγουρα δεν χαρακτήρίζαν τις σχέσεις μας .. και φρόντισα να τους το κάνω και σαφές, λέγοντας τους στα κρατητήρια εξαρχής: «να ξέρετε πως δεν νοιώθω καμία ενότητα με κανέναν από εσάς».

 

Στο μεταξύ, στην εβδομάδα που μεσολάβησε ως την επόμενη συνεδρίαση, θα έπρεπε στους πάντες να έχει γίνει ορατή η διαφοροποίηση μου από αυτή την κατάσταση :οι δικηγόροι μου δεν μετέχουν στην συνέντευξη τύπου, οι γονείς δεν συνυπογράφουν κείμενο των άλλων γονέων, εγώ δεν ευθυγραμμίζομαι με κείμενα και δηλώσεις των υπολοίπων. Είναι λοιπόν προφανές πως μόνη χειρίζομαι αυτήν την υπόθεση και δε θα προέβαινα ποτέ σε συνεργασία με κάποιους, που ως καχύποπτη πλέον, σκέφτομαι πως ίσως ήθελαν να μετατρέψουν τη δίκη σε θεαματική υπερπαραγωγή και θα έβρισκαν ούτως ή άλλως μια αφορμή για να το κάνουν. (Για να είμαι ειλικρινής δεν πιστεύω πως την ίδια πρόθεση είχαν όλοι)

 

2.για το δικαστήριο

 

Σε προηγούμενο γράμμα έχω ήδη αναφερθεί συνοπτικά στους λόγους που επέλεξα να μην αποχωρήσω από την δίκη. Έχουμε ως πρώτο δεδομένο, ένα δικαστήριο σε πλήρη εναρμόνιση με τον καθεστωτικό ολοκληρωτισμό. Αυτό κάθε άλλο παρά  εκπλήσσει, καθώς έγκειται στο γενικότερο πλαίσιο της «ειδικής μεταχείρισης» των αντιφρονούντων, οπού όλα μετατρέπονται σε «ειδικά». Οι συνθήκες μεταφοράς, οι συνθήκες κράτησης, οι συνθήκες εκδίκασης. Κι εμείς τα βιώνουμε ως «ειδικοί» συλληφθέντες, κρατούμενοι, κατηγορούμενοι. Δια ταύτα, οι εκφράσεις του τύπου «νομιμοποιείς την πρακτική της έδρας» αποτελούν τον ορισμό της επιφανειακής προσέγγισης. Κανείς δεν πηγαίνει οικειοθελώς σε ένα δικαστήριο . Όταν δηλαδή οποιοσδήποτε επαναστάτης βρίσκεται σε ένα δικαστήριο με «ειδικά» χαρακτηριστικά «νομιμοποιεί» τις πρακτικές του, άρα και την ύπαρξη του; Όταν σε μεταφέρουν με αλεξίσφαιρα και τεντωμένα αυτόματα, νομιμοποιείς αυτή την μέθοδο, άρα και την ύπαρξη της αντιτρομοκρατικής; Όταν βρισκόμασταν στα γραφεία των ειδικών ανακριτών, τους «νομιμοποιήσαμε» και αυτούς; Όταν είσαι κρατούμενος, πάλι παρά την θέληση σου, «νομιμοποιείς» την ύπαρξη της φυλακής; Και επειδή βρισκόμαστε σε μέρη που εκ φύσεως διαθέτουν εχθρικά χαρακτηριστικά(κρατητήρια, δικαστήρια, φυλακές), γενικώς αυτό που κάνουμε είναι να «νομιμοποιούμε» την κρατική τρομοκρατία; ΄Εντέλει, όλοι μπορεί να βιώσουμε στην εποχή μας τέτοιες διαδικασίες, το θέμα όμως είναι το πώς στεκόμαστε μέσα σε αυτές. Κι αν οποιοσδήποτε συνεχίζει να πιστεύει πως η παρουσία στο δικαστήριο σημαίνει «νομιμοποίηση», τότε καλά θα κάνει να μην παρευρεθεί σε καμία δίκη γι αυτήν την υπόθεση, ούτε για κάποια άλλη, αλλά ούτε και στα εφετεία. Γιατί οι ταυτότητες θα συνεχίσουν να κρατούνται και γενικώς οι ίδιοι όροι δεν θα πάψουν να ισχύουν. Εδώ θα είμαστε. Κανένας άλλος, παρά μόνο ο χρόνος θα κρίνει ποιος είναι συνεπής στις επιλογές του. Το να μην παρευρεθείς σε μια δίκη απαξιώνοντας την, είναι μια σεβαστή επιλογή άρνησης. Το να μην πας σε μια δίκη επειδή ήθελες να κάνεις κάτι που δε σου βγήκε και εγκλωβίστηκες στους μαξιμαλισμούς σου, είναι αποτέλεσμα λάθος στρατηγικής.

 

Όσο για εμένα, θα είμαι εκεί προκειμένου να μην γίνω θεατής της καταδίκης μου, ειδικότερα τη στιγμή που πρόκειται για μια υπόθεση μέσα στην οποία δεν αποδέχομαι τις κατηγορίες και την δίωξη μου γενικότερα. Και φυσικά, κάθε δίκη τέτοιου τύπου δε μπορεί παρά να στοχεύει από μεριάς μας στην αντιπαράθεση με το κράτος, την ανάδειξη και διάχυση των ανατρεπτικών ιδεών. Και όχι στο να γίνεται ανάλωση της εξεγερτικότητας του καθενός, δημιουργώντας ένα πεδίο ναι μεν δυναμικό, αλλά ατελέσφορο.

 

4.για την απεργία πείνας.

 

Γρήγορα η κατάσταση ξέφυγε από το δίπολο παρουσίας ή μη στην δίκη. Πήρε άλλες διαστάσεις, όταν αποφασίστηκε από κάποιους να ξεκινήσουν απεργία πείνας, προκειμένου να επιστρέψουν στη δίκη εφ’ όσον ικανοποιηθεί το αίτημα των ταυτοτήτων, πράγμα που ήταν εξόφθαλμα ανέφικτο. Αν η κινητοποίηση είχε αποφασιστεί με το δεδομένο πως δεν θα πάει κανείς στην δίκη (όπως λένε), τότε η δίκη θα ολοκληρωνόταν με ταχύτατους ρυθμούς. Η απεργία δεν θα προλάβαινε να εξελιχθεί, θα ανακοινώνονταν οι ποινές, το κράτος θα είχε παραβλέψει αυτή την κινητοποίηση και θα είχε απαλλαχθεί οριστικά από την υπόθεση του Χαλανδρίου, χωρίς καμία απολύτως ενόχληση. Και από την άλλη εμείς διάσπαρτοι ανά τις φυλακές της επικράτειας, με μια αίσθηση μη ικανοποίησης να βαραίνει τη συνείδηση. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αξιοπερίεργο το πού βασίζεται ο ισχυρισμός ότι «θα μπορούσαμε να πετύχουμε μια σημαντική νίκη». Όχι μόνο πιθανότητες νίκης δεν υπήρχαν, αλλά κατά την άποψη μου, το ζήτημα ήταν τοποθετημένο και σε λάθος βάση. Η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη και γι αυτό έγινε προσπάθεια αποφυγής της απεργίας. Τελικά άρχισε με καθυστέρηση μιας εβδομάδας, για εγωιστικούς λόγους, μόνο και μόνο, επειδή είχε ανακοινωθεί.

 

Και στο φινάλε, η δική μου παρουσία στη δίκη επισφράγισε την πίστωση χρόνου. Αν οι απεργοί είχαν πάρει σοβαρά το έργο τους, θα μπορούσαν να το δουν αυτό σαν μια ευκαιρία για να φέρουν εις πέρας τον αγώνα τους. Να εκμεταλλευτούν την διάρκεια της δίκης, φτάνοντας την απεργία σε σημείο που η κατάσταση της υγείας τους θα ασκούσε πλέον πίεση, μπας και εμφανιζόταν στον ορίζοντα κάποια ελπιδοφόρα προοπτική. Για να τα παράτησαν όμως, μάλλον δεν είμαι εγώ αυτή που δεν αντέχει τα βάρη! Προσωπικά δεν με ενδιέφερε να ασχοληθώ με οποιονδήποτε τρόπο με αυτήν την κίνηση, εφόσον διέκρινα εξαρχής την αταίριαστη υπερβολή και την μη παραγωγικότητα της ,οπότε δεν μπορεί να μου αποδίδεται κανένας ρόλος επιρροής σε αυτήν. Το κράτος πιέζεται από αυτόν που απεργεί και όχι από αυτόν που τρώει.

 

Και για να τελειώνουμε με τα παιχνιδάκια εντυπώσεων, ας γίνει σαφές ότι τα εν λόγω άτομα, παρόλο που αντιλήφθηκαν το αδιέξοδο αυτής της επιλογής, θεώρησαν ότι δεν μπορούν να κάνουν πίσω για να μη φανούν υποχωρητικοί και έτσι βρήκαν σε εμένα το ιδανικό άλλοθι για να οπισθοχωρήσουν. Και φυσικά, όταν βρέθηκαν προ των ευθυνών, για να μην αναγνωρίσουν ότι εγκλωβίστηκαν από λάθος χειρισμούς τους, επιχείρησαν τη δική μου ηθική και πολιτική απαξίωση, προκειμένου μέσα από αυτή να μείνει ακλόνητη η δική τους αξιοπιστία.

 

Άλλωστε η στάση μου ήταν που βόλεψε τους πάντες. Πρώτον:εμένα που το λέω χύμα πως δεν ήθελα να δικαστώ ερήμην και ούτε το συμφώνησα, δεύτερον: το κομμάτι που επίσης δεν ήθελε αλλά περίμενε τον διασπαστικό παράγοντα Καρακατσάνη να βγάλει το φίδι από την τρύπα, αλλά και το υπόλοιπο κομμάτι που αναζητούσε ομαλή διέξοδο από την απεργία πείνας. Αυτό είναι και το κομμάτι που έμεινε να μου αποδίδει όλες τις ευθύνες στον απολογισμό μίας πολιτικής αποτυχίας απεργών πείνας. Που καλύτερα να μην καταγραφεί ιστορικά ως τέτοια, αλλά ως αποτέλεσμα πολιτικής ανισορροπίας, γιατί τότε αγγίζει το σημείο ευτελισμού του μέσου, των εκάστοτε σκοπών και κεκτημένων του. Να μην καταγραφεί ιστορικά ως τέτοια, την στιγμή που στην παρακαταθήκη του κινήματος μένουν ζωντανές οι μνήμες του απεργού πείνας Χριστόφορου Μαρίνου το 1995 για την απελευθέρωση του, των Τούρκων πολιτικών κρατούμενων το 2000 που απεργούσαν για τα λευκά κελιά πέφτοντας νεκροί ο ένας μετά τον άλλον, του απεργού πείνας Χόλγκερ Μάινς που εξοντώθηκε από το Γερμανικό κράτος κατόπιν καταναγκαστικής σίτισης το 1974 κ.α. Μένουν ζωντανές οι μνήμες, για να μας θυμίζουν ότι η απεργία δεν αποτελεί ένα απλό ανώδυνο μέσο αλλά ένα μέσο αγώνα με το οποίο υποθηκεύεται η υγεία αλλά και η ζωή εκείνου που θα αποφασίσει να το χρησιμοποιήσει. Ζωντανός ή νεκρός. Ή νικητής και όρθιος ή ηττημένος και ξαπλωτός. Μέση κατάσταση δεν υπάρχει και καμία Καρακατσάνη δεν αποτελεί πρόσχημα οπισθοχώρησης. Γι’ αυτό, ας είμαστε λίγο πιο σεμνοί… Μια ειλικρινής αυτοκριτική θα είχε παραπάνω πιθανότητες να κερδίσει το σεβασμό, σε αντίθεση με την ευθυνόφοβη σπασμωδική κίνηση, με την οποία το βάρος πετάχτηκε στις δικές μου πλάτες.

 

Είμαι και θα παραμείνω ΑΣΥΝΕΠΗΣ για όσους ευτελίζουν πρακτικές και αποφορτίζουν μορφές πάλης που ιστορικά έχουν αποτελέσει ορόσημα αγώνων στις επαναστατικές διαδικασίες. ΑΝΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ για όσους μεταθέτουν τις ευθύνες τους σε άλλους, υποβιβάζοντας ακόμα και κάθε έννοια αυτοκριτικής. Είμαι και πάντα θα είμαι ΔΙΑΣΠΑΣΤΙΚΗ για όσους επιλέγουν κινήσεις που αγγίζουν τα όρια της αυτοθυματοποίησης, ενώ δίνουν αφορμές να μιλούν για μένα πολιτικά άχρηστα υποκείμενα που σαμποτάρουν το επαναστατικό όραμα, πιο αποτελεσματικά και από ότι η ίδια η κυριαρχία (αναφέρομαι αποκλειστικά στο κάψιμο της Νομικής). Και τιμητικά, είμαι και θα είμαι και στο μέλλον ΕΞΟΡΓΙΣΤΙΚΗ, για όσους υιοθετούν στάσεις και συμπεριφορές που δεν αναγνωρίζονται στο πεδίο της πολιτικής μου αξιολόγησης. Επίσης μεταξύ άλλων, θα είμαι και προδότρια, σε ότι δεν ταυτίζεται με τις αξιακές και αγωνιστικές μου θέσεις.

 

Ειλικρινής θα είμαι μόνο με όσους συνειδητά τιμούν τους αξιακούς τους κώδικες. Το σθεναρό

σεβασμό και τη συνέπεια μου θα απολαμβάνουν μόνο όσοι νιώθουν τη συντροφικότητα ως το ύψιστο αγαθό. Μια έννοια που θα πρέπει να φοριέται ως κορώνα στα κεφάλια μας, διότι αποτελεί και τον προθάλαμο της μετεπαναστατικής τάξης πραγμάτων.

 

Υ.Γ. :Οι λόγοι που έστειλα το προηγούμενο γράμμα ήταν πολύ συγκεκριμένοι. Ήθελα να πω δυο λόγια για τη δίκη, αλλά κυρίως να μπλοκάρω την πρόθεση κάποιων δημοσιογράφων που υπερθεμάτισαν σχετικά με τη στάση μου, προκειμένου για ευνόητους λόγους να προωθήσουν το «ρήγμα των κατηγορούμενων». Ένα ρήγμα που ούτως ή άλλως υπήρξε, απλώς θεώρησα πως θα έπρεπε να το αντιμετωπίσω σαν εσωτερικό ζήτημα (των όσων κάθονται στο ίδιο εδώλιο), προστατεύοντας το από κάθε είδους εχθρούς, ορατούς και αόρατους, που κολακεύονται από τέτοιου είδους καταστάσεις και όχι να το εκθέσω ενώπιον όλων προς κανιβαλισμό. Από ότι φάνηκε, όμως, ήμουν το μοναδικό άτομο που σεβάστηκε αυτόν τον αξιακό κανόνα.

 

Υ.Γ.2:  Στο κείμενο των συγκατηγορουμένων μου διέκρινα πως με μια άκρως πολιτικάντικη πρακτική επιχείρησαν να στρέψουν εναντίον μου και όσους στέκονται αλληλέγγυοι, γράφοντας πως «νομιμοποίηση την απόφαση του δικαστηρίου να φακελώνει τον κόσμο». Εννοείται πως απαξιώνω συνειδητά όσους καταπίνουν αμάσητα αυτά τα λεγόμενα. Ότι λέω απευθύνεται σε όσους εντάσσουν τον εαυτό τους στην κατεύθυνση για την οικοδόμηση ενός ισχυρού επαναστατικού κινήματος με υγιείς όρους, το οποίο δεν θα καταπατάει το σεβασμό, αλλά θα τον προτάσσει, δε θα κουκουλώνει τα πολιτικά του λάθη, αλλά θα μαθαίνει από αυτά.

 

Όσο αυτές οι καταστάσεις βρίσκουν έρεισμα στους κόλπους του κινήματος, άλλο τόσο θα το αποσταθεροποιούν, αποσυνθέτοντάς το εκ των έσω.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ -γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. 25/02/11

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *