ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
“Η πραγματική ήττα σε ένα πόλεμο δεν είναι η αιχμαλωσία στα χέρια του εχθρού, αλλά η συνθηκολόγηση, η έκπτωση συνείδησης, η παράδοση, η μετάνοια, οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Γιατί εκεί παίζεται το παιχνίδι της εξουσίας, στην ηθική κατάπτωση και απαξίωση των αντικαθεστωτικών αντιπάλων της. Θέλει να κάνει τους επαναστάτες να σκύψουν, να γονατίσουν, να συνδιαλαγούν, ώστε να περάσει το μήνυμα πως < κάθε αγώνας είναι χαμένος, κάθε αντίσταση είναι μάταιη>. Όμως ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν ξεκίνησε ποτέ.”
Ε.Ο Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς
Στις 23 Σεπτέμβρη 2009 γίνεται εισβολή στο σπίτι του Χ. Χατζημιχελάκη από την αντιτρομοκρατική. Εκεί συλλαμβάνεται ο ίδιος, ο Π. Μασούρας, ο Μ. Γιόσπας και η Μ. Παντέλογλου και σε συνεργασία με τη δικαστική μαφία, εκδίδονται εντάλματα σύλληψης σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, μεταξύ αυτών και για εμένα.
Από εκείνη κιόλας την ημέρα ήρθαν να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετε και θέτει η φράση “επιθετική φυγοδικία”. Απαντήσεις σε ερωτήματα του εαυτού μου, που παρ’ όλο που είχαν τεθεί και επεξεργαστεί στο παρελθόν, ήταν η στιγμή να γίνουν πράξη.
Συγκεκριμένα πιστεύω πως η κατάσταση και η συνθήκη της φυγοδικίας έχει πολλές πλευρές και διαστάσεις. Πλευρές και διαστάσεις που περισσότερο δεν καθορίζονται από τις “αντικειμενικές συνθήκες” της έκδοσης του εντάλματος (π.χ. κατά πόσο υπάρχουν στοιχεία), αλλά από το υποκείμενο που φυγοδικεί και το πως αντιμετωπίζει τους διώκτες του συνολικά. Ούτως ή άλλως, οι επαναστάτες και οι αντικαθεστωτικοί αγωνιστές δεν πρέπει να ασχολούνται με το δίπτυχο αθώος ή ένοχος. Ένα δίπτυχο που το καθεστώς για να προασπίσει τα συμφέροντά του, μέσω της νομοθεσίας του, επιδιώκει να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Ένα δίπτυχο που πρώτα απ’ όλα ο κάθε αγωνιστής πρέπει να αρνηθεί, να μην αναγνωρίσει, να πολεμήσει. Για αυτό και μιλάω για την επιθετική φυγοδικία. Τη φυγοδικία που με αξιοπρέπεια γίνεται συνθήκη που σε κόβει και σε απελευθερώνει από αυτή τη νομιμότητα σ’ αυτό το σάπιο κόσμο. Τη φυγοδικία που από στάση άμυνας περνάς στην επίθεση κατά της κυριαρχίας. Τη φυγοδικία που μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της νιώθεις πιο ελεύθερος από ποτέ, οργανώνεσαι και χτυπάς. Η μετουσίωση του πλήγματος που δέχεσαι σε μία δυναμική κατάσταση και έτσι μέσω της κίνησης στα όρια της παρανομίας, να εκπληρώνεις τα σχέδιά σου. Αυτή είναι για εμένα η αξιοπρεπής συνθήκη της φυγοδικίας, χωρίς να έχει γυρισμό στη νομιμότητα, χωρίς να σε κάνει να οπισθοχωρείς, χωρίς να σε κάνει να κρυφτείς, αλλά να συνεχίζεις τους αγώνες και τις μάχες, χωρίς να περιμένεις να έρθει η στιγμή να “παραδοθείς”. Έτσι και έγινε, επιλέγοντας να μην παραδοθώ και να μην παραστώ στη δίκη στις 17 Ιανουαρίου 2011.
Άλλος ένας λόγος να μην παραστώ στο δικαστήριο ήταν για να μην αφήσω τον εαυτό μου έρμαιο στα χέρια των δικαστών. Αυτών, που ως θεσμοθετημένοι κριτές χρησιμοποιώντας το δίκαιο των ισχυρών, τους νόμους, μοιράζουν τα χρόνια σαν στραγάλια στέλνοντας κόσμο στα κολαστήρια της δημοκρατίας. Για αυτό θεωρώ πως κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος, φυλακισμένος ή μη, ανεξάρτητα για ποιο λόγο διώκεται, δεν πρέπει να τους αναγνωρίζει και να δέχεται να τον κρίνουν, είτε μέσω της μη παράστασης στα δικαστήριά τους, είτε μέσω του σαμποτάζ της διαδικασίας, είτε μέσω της παραγωγής πολιτικού λόγου χωρίς ίχνη απολογίας, είτε με οποιονδήποτε άλλο πρακτικό τρόπο. Για να μην υπάρχει καμία ανέχεια και αναγνώριση σε αυτούς, που θεωρούν τους εαυτούς τους σαν μία ανώτερη κλίκα ανθρώπων και ότι όλοι πρέπει να λογοδοτούν απέναντί τους. Πόσο μάλλον για πολιτικούς κρατούμενους, επαναστάτες και αντικαθεστωτικούς αγωνιστές. Αυτοί είναι που πρέπει πρώτα να μην υποχωρούν, να μην αναγνωρίζουν τις διαδικασίες τους και να τις χρησιμοποιούν μόνο για να επιτεθούν στον ίδιο θεσμό μέσω της παραγωγής πολεμικού – ανατρεπτικού λόγου. Για αυτό και ως φυγόδικος δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω ένα χιλιοστό της ζωής και της αξιοπρέπειάς μου, στα χέρια τους, και εθελούσια να παραδοθώ και να δικαστώ στις 17 Ιανουαρίου 2011.
Όμως στις 26 Ιανουαρίου 2011, και γύρω στη μία το μεσημέρι, το καμπανάκι της τύχης χτύπησε στους διώκτες μου και ενώ κινούμουνα πεζός στην οδό Ιλίου στη Ν. Κηφισιά, 4 ένστολα γουρούνια της ομάδας ΔΙ.ΑΣ με προσεγγίζουν για να μου κάνουν έλεγχο. Ακολούθησε καταδίωξη με τους δυο να με κυνηγάνε πεζή και τους άλλους δύο πάνω στις μηχανές προσπαθώντας να με κλείσουν. Πέφτοντας πάνω μου με τις μηχανές κατάφεραν να με καθυστερήσουν και έτσι να με ακινητοποιήσουν. Στην αρχή, και με κλωτσομπουνίδια, με ρωτάγανε ποιος είμαι και με ποιον ήμουνα και αφού εισέπραξαν τη σιωπή μου εκνευρίστηκαν περισσότερο και συνέχισαν τις κλωτσιές ώσπου με οδήγησαν στην ασφάλεια Αμαρουσίου. Συνεχίστηκε και εκεί το ίδιο ώσπου κάποια στιγμή έγινε η αναγνώρισή μου. Τότε επικράτησε ησυχία και εμφανίστηκαν αντιτρομοκρατικάριοι, οι οποίοι φορώντας μου κουκούλα με οδήγησαν στον 12ο στη ΓΑΔΑ.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή και ξέροντας ότι με εμένα δεν θα είχε νόημα η κουβεντούλα τους, αφού δεν είχα σκοπό να απαντήσω σε καμία ερώτηση, αρκέστηκαν στις υπόλοιπες μεθόδους που χρησιμοποιούν στον όροφό τους. Στην αρχή, και ενώ με είχαν για αρκετή ώρα όρθιο με δεμένα τα μάτια με οδήγησαν, χωρίς να βλέπω, σε ένα άλλο δωμάτιο. Όταν μου έβγαλαν το μανίκι από τα μάτια, είδα μπροστά μου ένα μέτρο για να μετρήσουν το ύψος μου και εκεί αντιλήφθηκα ότι θέλανε να με φωτογραφίσουν. Έτσι με χαμηλωμένο το κεφάλι, έπεσα κάτω για να μη τα καταφέρουν και να κερδίσω όσο περισσότερο χρόνο μπορούσα για τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών μου. Όπως φάνηκε αυτό τους εξόργισε και, ενώ ήμουν δεμένος, με κλωτσιές και μπουνιές, βρίζοντας με οδήγησαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Το ξύλο εκεί συνεχίστηκε για κάποια λεπτά και λίγο αργότερα μου ζήτησαν να δώσω αποτυπώματα. Λαμβάνοντας αρνητική απάντηση προσπάθησαν να τα πάρουν με διαφορετικό τρόπο. Αφού μαζεύτηκαν 5- 6 άτομα, μου έλυσαν τα “βραχιόλια” και επιχείρησαν να μου ανοίξουν τα χέρια. Χρησιμοποίησαν διάφορες μεθόδους. Ένας με είχε πιάσει κεφαλοκλείδωμα πνίγοντάς με κάθε λίγο και λιγάκι. Ένας με ένα ξύλινο ρόπαλο με χτύπαγε στα πλευρά και οι υπόλοιποι έπιαναν τα χέρια μου, και χτυπώντας τα με διάφορα μεταλλικά αντικείμενα προσπαθούσαν να τα μουδιάσουν για να ανοίξουν κάποιο δάχτυλο. Έπειτα από αρκετή ώρα αυτής της διαδικασίας, καθώς γινόταν για κάθε δάχτυλο, πήραν τα αποτυπώματά μου. Μετέπειτα ήρθε η στιγμή να προσπαθήσουν για μια “κουβεντούλα”. Ρωτούσαν με ποιον ήμουνα, που έμενα και που έχουμε σκοπό να χτυπήσουμε, αλλά αφού δέχτηκαν αρνητική απάντηση έφυγαν άπραγοι. Την επόμενη μέρα πέρασα από τους ανακριτές της Ευελπίδων, όπου αρνήθηκα να απολογηθώ δηλώνοντας ότι δεν αναγνωρίζω τις διαδικασίες τους αλλά και από το γνωστό πλέον αρχιανακριτή της δικαστικής μαφίας, που εναντιώνεται και προσωπικά κατά αγωνιζόμενων ανθρώπων και επαναστατών, Μπαλντά. Αυτόν που με περίσσιο θράσος καλεί για ανακρίσεις οικογένειες, ανθρώπους από το προσωπικό περιβάλλον, κατηγορουμένων ή συλληφθέντων, και στήνει δικογραφίες για ανθρώπους που δε σχετίζονται με την οργάνωσή μας. Όμως όπως είχαμε πει και σε κείμενο της οργάνωσής μας “η ώρα της κρίσης έρχεται για όλους”. Ο καθένας με το μέσο του. Αυτοί μέσα από τους νόμους της δημοκρατίας τους, και εμείς μέσα από τη διάχυτη επαναστατική δράση και το αντάρτικο πόλης. Εφόσον δεν αναγνωρίζω τη δικαιοσύνη τους ως θεσμικό όργανο να κρίνει εμένα και την οργάνωσή μας, δεν απολογήθηκα και οδηγήθηκα στα κολαστήρια των Τρικάλων. Αυτή η ανασκόπηση φυσικά δε γίνεται σε μορφή καταγγελίας, καθώς δεν αποδέχομαι τον εαυτό μου ως “θύμα της καταστολής”, αλλά ως μία υπαρκτή συνθήκη απάντησης, εκδίκησης και αντιμετώπισης των πολεμιστών του καθεστώτος. Τον πόλεμο εμείς τον κηρύττουμε, και ο λόγος που δημοσιοποιούνται αυτά τα γεγονότα είναι καθαρά για να υπάρχει, όσο γίνεται, μια εικόνα σε όποιον επαναστάτη έχει την άτυχη στιγμή να βρεθεί εκεί.
Όπως πριν βρεθώ στη φυλακή, αλλά και πριν βγει το ένταλμα εις βάρος μου, θεωρώ τον αγώνα κατά της συνθήκης του εγκλεισμού και υπέρ των πολιτικών και αξιοπρεπή κρατουμένων κάτι πολύ σημαντικό, ουσιαστικό και από τις προτεραιότητες του αγώνα. Είτε από την Επαναστατική οργάνωσή μας, είτε παλαιότερα, μέσα από το συντονιστικό δράσης για τους φυλακισμένους αγωνιστές, βρισκόμουν πάντα στην εμπροσθοφυλακή και αυτού του αγώνα. Έτσι και τώρα, μέσα από τα κολαστήρια πλέον, δε θα μπορούσα να μη συνεχίσω αυτόν τον Αγώνα. Το βασικό ζήτημα ή πιο σωστά στοίχημα που πρέπει να τεθεί είναι το κατά πόσο μέσα από τα τείχη αυτών των κολαστηρίων θα μπορέσουμε να οργανώνουμε και να βάζουμε σε ισχύ τους αγώνες. Αγώνες μόνιμους, ισχυρούς, δυνατούς. Αγώνες που μερικές φορές μπορεί να απαιτούν ή να διαπραγματεύονται αιτήματα, έχουν όμως ένα και μόνο τελικό σκοπό. Ένα σκοπό αδιαπραγμάτευτο και αδιάλλακτο, την ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΘΕ ΦΥΛΑΚΗΣ. Γιατί όσο υπάρχουν φυλακές κανείς δεν είναι ελεύθερος. Παρ’ όλα αυτά τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Γιατί στη φυλακή όπως και εκτός υπάρχει μία κοινωνία. Και πιο σωστά μια μικρο-κοινωνία. Ο πληθυσμός είναι μικρότερος αλλά καθρεφτίζει τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές της κοινωνίας, μεταφέροντάς τα και αναπαράγοντάς τα πιο έντονα και φανερά. Για αυτό και οι συμπεριφορές είναι ίδιες ή έστω παρόμοιες. Η γκάμα ανθρώπων μεγάλη και διαφορετική ανά μεταξύ της χωρίς κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι υπάρχουν από ρουφιάνοι και καταδότες, που τα έχουν κάνει πλακάκια με την υπηρεσία, έως επαναστάτες και αγωνιστές που παλεύουν και πολεμάνε τη συνθήκη που βρίσκονται. Από αδιάφορους και παθητικούς για το τι συμβαίνει μέχρι αξιοπρεπέστατους κρατούμενους, που ενώ η φύση που βρίσκονται στη φυλακή μπορεί να μην έχει σχέση με την ανατρεπτική δράση, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του “εκ των έσω” αγώνα. Αλλά η πραγματικότητα εδώ, όπως και στη έξω κοινωνία, είναι ότι οι άνθρωποι που μάχονται και ζουν αξιοπρεπώς, είναι η μειοψηφία. Κάτι που όμως εδώ είναι πιο προφανές. Αντί για συνείδηση στα μυαλά των κρατουμένων κυριαρχούν τα ψυχοφάρμακα. Και αντί να δουν, να ψαχτούν για το πώς θα “επιτεθούν” στη συνθήκη αυτή, κοιτάνε πώς να πάρουν κάτι το αυτί τους για να το μεταφέρουν στην υπηρεσία. Η μόνη τους έγνοια είναι να κρατήσουν τις καλές σχέσεις με τους ανθρωποφύλακες και να ευνοηθούν απ’ αυτούς ή να βγάλουν την ουρά τους απ’ έξω όταν πραγματοποιούνται αγώνες και να τελειώσουν με ησυχία την ποινή τους.
Όπως είχα αναφέρει στη δήλωση ανάληψης ευθύνης είμαι αναρχικός. Οι αντιλήψεις που πρεσβεύω είναι της τάσης του μηδενισμού και αντικοινωνισμού του επαναστατικού – ριζοσπαστικού χώρου.
Η καθεστωτική εξουσία δημιουργήθηκε, στηρίζεται, συντηρείται και εξελίσσεται πάνω στις συμπεριφορές που έχει μάθει να λειτουργεί η πλειονότητα της σημερινής κοινωνίας και οι δομές της. Είναι ολοφάνερο ότι η εξουσία δε στηρίζεται μόνο στα γκλομπ και τις κρατικές προσταγές, αλλά και στο συμβιβασμό, την αποδοχή, την παραίτηση, τη σιωπή και τη δεκτικότητα του πλήθους. Ενός πλήθους που έχει μάθει να πανηγυρίζει μόνο για την ομάδα του, ενός πλήθους που σκέφτεται με το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης, ενός πλήθους που ζει για να καταναλώνει, ενός πλήθους που ερωτεύεται πλαστά πρότυπα. Του πλήθους που έχει μάθει να μισεί τους ξένους, να σκύβει το κεφάλι, που δεν αντιδρά ακόμα για τα πιο κραυγαλέα γεγονότα. Που στο εσωτερικό του ζει και βασιλεύει ο παρτακισμός και ο ωχαδερφισμός. Ενός πλήθους υποταγμένου που διστάζει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αποδεχθεί την αλήθεια, ότι δεν ζει μια αυθεντική και αξιοπρεπή ζωή. Τη ζωή χωρίς επίπλαστες ανάγκες, χωρίς την καταναλωτική μαστούρα, χωρίς ψυχοφάρμακα, χωρίς την εξουσία να περιβάλλει τον προσωπικό του κύκλο, την οικογένεια, τις φιλίες, τις παρέες. Τη ζωή που πρεσβεύει ο Σεβασμός, η Τιμή, η Αλληλεγγύη. Ασφαλώς αυτό φαίνεται, και μπορεί να είναι, ουτοπικό. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να πάψουμε να αγωνιζόμαστε και να πολεμάμε. Να χτυπάμε, να καταστρέφουμε, να κριτικάρουμε το σήμερα. Να εντάσσουμε τις αξιοπρεπείς συμπεριφορές στο εσωτερικό μας και διαρκώς να επιζητούμε στιγμές αντιεξουσίας μέσα από τον επαναστατικό πόλεμο. Για την επανοικειοποίηση της χαμένης μας από καιρό αξιοπρέπειας. Για την εκδίκηση της χαμένης μας ζωής. Για να ζούμε με το κεφάλι ψηλά στο εδώ και το τώρα. Μέσω του αντάρτικου πόλης, του αντικαθεστωτικού επαναστατικού πολέμου να διεκδικήσουμε την ύπαρξή μας, να συμμαχήσουμε με την αυθεντική ζωή, να περπατήσουμε στα δύσβατα μονοπάτια της παρανομίας μέσα σε μία κοινωνία που η πλειοψηφία της έχει ξεπουλήσει κάθε ίχνους συνείδησης. Για αυτό επέλεξα να βρίσκομαι στον αγώνα, μέσα από την επαναστατική δράση, τον ένοπλο αγώνα, το αντάρτικο πόλης.
Στην Ελλάδα ο αντιεξουσιαστικός – ριζοσπαστικός χώρος είναι πλέον η κυριότερη έκφραση του εσωτερικού εχθρού, αφού σήμερα η αριστερά είναι ξεπερασμένη και πνιγμένη στο ρεφορμισμό. Παρά τα ζητήματα που υφίστανται στο εσωτερικό του, κάτι που ασφαλώς πρέπει να ξεπεραστεί, αντιπροσωπεύει σχεδόν αποκλειστικά και πολύμορφα τον αγώνα. Αφίσες, επιθετικές πορείες, ληστείες τραπεζών, βόμβες, πολιτικές εκτελέσεις βρίσκονται σ’ αυτό το φάσμα της πολύμορφης δράσης. Έτσι και εγώ βρίσκομαι στον ένοπλο αγώνα με την Ε.Ο Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, διατηρώντας τις αντιλήψεις μου στο ακέραιο, προτάσσοντας την επιθετική – αντικαθεστωτική διάθεση και δραστηριότητα σε κάθε μορφή αγώνα, με κάθε μέσο. Μέσα σε αυτό το συνολικό Αγώνα βλέπουμε ακόμα μια πτυχή να αναπτύσσεται δεόντως. Αυτή της διεθνοποίησης του Αγώνα.
Το αντάρτικο πόλης και γενικότερα η επαναστατική δραστηριότητα έχει αρχίσει να επικοινωνεί και να δρα σε πολλές και διαφορετικές γωνιές του πλανήτη. Επικοινωνεί απρόσωπα μέσω των προκηρύξεων και δραστηριοποιείται στην κατεύθυνση του αντικαθεστωτικού πολέμου. Οι κινήσεις της Άτυπης Αναρχικής Ομοσπονδίας – Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο πλαισιώνονται από επαναστατικές δυνάμεις της Ελλάδας, της Χιλής, του Μεξικού, της Ιταλίας καθώς και άλλων χωρών. Έτσι βλέπουμε πως αυτό το εγχείρημα έχει αρχίσει να παίρνει μεγάλες και δυνατές διαστάσεις. Από τις βόμβες σε Μεξικό και Χιλή μέχρι τους εμπρησμούς και τις εκρηκτικές επιστολές σε Ελλάδα και Ιταλία, διαπιστώνουμε πως οι χιλιομετρικές αποστάσεις όσο πάει και “μειώνονται”.
Ακόμα και η αλληλεγγύη διεθνοποιείται, όχι μόνο από τις οργανώσεις, αλλά και μεταξύ των κρατουμένων διαφόρων χωρών. Οι συμβολικές κινήσεις αλληλεγγύης από κάποιους κρατούμενους σε άλλους και ενώ βρίσκονται σε διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες δείχνει πως οι αποστάσεις μπορούν να εκμηδενιστούν, πως η διάθεση και το αίσθημα της αλληλεγγύης δεν έχει όρους και σύνορα.
Σ’ αυτό το σημείο να ξαναστείλω ένα σινιάλο αλληλεγγύης στους Χιλιανούς συντρόφους, Andrea Macarena Urzúa Cid, Camilo Nelson Pérez Tamayo, Carlos Luis Riveros Luttgue, Felipe Guerra Guajardo, Francisco Solar Domínguez, Mónica Andrea Caballero Sepúlveda, Pablo Hernán Morales Führmann, και Rodolfo Luis Retamales Leiva και καλή δύναμή στον αμετάκλητο αγώνα τους.
Πύρινους χαιρετισμούς στους Ιταλούς φυλακισμένους Anna Maria Pistolesi, Martino Trevisan, Stefania Carolei, Nicusor Roman και Maddalena Calore (ήταν με περιοριστικούς όρους για την ίδια υπόθεση και συνελήφθη στις 12 Μαΐου για την παραβίασή τους) και σε όλους τους διωκόμενους για την υπόθεση Fuoriluogo.
Τη δύναμή μου στους απεργούς πείνας Silvia, Billy, Costa, Marco.
Την αμέριστη αλληλεγγύη μου στον Gabriel Pombo da Silva και πάντα με το κεφάλι ψηλά παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει στα κολαστήρια του Aachen στη Γερμανία.
Επιπλέον θα ήθελα να προσθέσω, όσο αφορά τον ένοπλο αγώνα, ένα κομμάτι από την προκήρυξή μας που τίθεται όπως ακριβώς, κατά την άποψη μου, πρέπει : “Αυτό είναι το κλίμα μιας προαναθερμένης εποχής μέσα στο οποίο οργανώνεται και χτυπά η Ε.Ο Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς. Μετά από περίπου 3 χρόνια ανυποχώρητης δράσης με περισσότερες από 200 εμπρηστικές και βομβιστικές επιθέσεις εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως οι πράξεις μας είναι μονάχα μία σταγόνα μπροστά στον ωκεανό της απεραντοσύνης της επιθυμίας μας για επανάσταση.
Η Συνωμοσία προέρχεται από ένα νέο ρεύμα της επαναστατικής αναρχίας που εισβάλλει δυναμικά στο πεδίο της σύγκρουσης και της κοινωνικής πρόκλησης μέσα από τη στόχευση της δράσης και τον λόγο των προκηρύξεών μας, αυτοπροσδιοριζόμαστε ως κομμάτι της μαχητικής αναρχίας του νέου αντάρτικου πόλης, που ασκεί αδιάκοπη ένοπλη κριτική στην τυραννία των “από πάνω” όσο και στους συμβιβασμούς των “από κάτω”… Ουσιαστικός μας στόχος δεν είναι απλώς οι ασφαλισμένες πόρτες, τα ντουβάρια γραφείων και οι βιτρίνες πολυκαταστημάτων, αλλά η ανατίναξη και το σαμποτάζ των κοινωνικών σχέσεων που κάνουν αποδεκτά αυτά τα σύμβολα εξουσίας”.
Σήμερα, που υπάρχει κάποια αναταραχή, που εκτός από επιβεβαίωση της αντίληψής μας, είναι μία ευκαιρία ακόμα για δράση μέσα στη κοινωνική πόλωση που εντείνεται.
Στα δυτικά συστήματα, αφού φθείρεται η υπόσχεση της αφθονίας από την οικονομική κρίση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Τουλάχιστον όχι όσο θα θέλανε οι κυρίαρχοι και ότι έχουνε μπει σε μεγάλους μπελάδες. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν το φόβο ότι η κοινωνική συναίνεση που προκύπτει από την καταναλωτική μαστούρα, την υλική ευδαιμονία και την ψεύτικη ευχαρίστηση, μπορεί να θιχτεί από τις αλλαγές και τις καταστάσεις της οικονομικής ανέχειας. Σε αυτή την αλλαγή φυσικά, θα διακρίνουμε καταστάσεις κοινωνικών αναταραχών και κοινωνικής πόλωσης. Σε αυτές τις συνθήκες θα πρέπει και μπορούμε να κάνουμε ανάλυση των καταστάσεων και να “χρησιμοποιήσουμε” την ευκαιρία. Αναλύοντας την κατάσταση ως έχει μέχρι στιγμής, θα μπορούσαμε με σχετική ευκολία να πούμε ότι οδεύουμε σε μία γενική κοινωνική σύγκρουση. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ακόμα και τώρα, σε μία από τις μεγαλύτερες πληγές που δέχονται τα δυτικά καθεστώτα και οι οικονομίες τους, δίδεται η “αφορμή” και η “ευκαιρία”, έρχεται η παρούσα κοινωνική συμπεριφορά να επιβεβαιώσει το τι αξίζει. Εξ’ αρχής βλέπουμε ότι τίθενται λάθος ζητήματα. Για παράδειγμα ομάδες εργαζομένων “ξυπνάνε” και θέλουν να “αγωνιστούν” μόνο και μόνο επειδή θίγονται τα συντεχνιακά τους συμφέροντα. Το μόνο που θέλουν να διαπραγματευτούν είναι η οικονομική κρίση να μην τους εμποδίσει και δεν μπορούν να ζήσουν την κατανάλωση που υπόσχεται ο “καπιταλιστικός παράδεισος”. Αλλά δεν μένουν μόνο εκεί. Βλέπουμε εργαζόμενους να “εκνευρίζονται” και να δυσαρεστούνται για τις απεργίες των άλλων και τελικά να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους (τρανταχτά παραδείγματα με τους φορτηγατζήδες που παραπονούνταν για τις κινητοποιήσεις τους οι έμποροι και όταν οι αγρότες ή οι λιμενεργάτες έκαναν με τη σειρά τους, οι φορτηγατζήδες άλλαξαν ρόλο και ήταν εκείνοι που γκρινιάζανε, σε βαθμό που πιάνονταν στα χέρια γιατί δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα εμπορεύματα). Ο καθένας κοιτάει την πάρτη του. Κάνει την απογοήτευση κυνισμό και αδιαφορία και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πως θα βολευτεί ο ίδιος με κάθε τίμημα. Το “διαίρει και βασίλευε” από την εξουσία είναι πλέον εύκολη υπόθεση.
Βέβαια δεν θα μπορούσε να λείπει και η πιο συντηρητική αντίδραση από το κοινωνικό σώμα. Διαφορετική ή μάλλον αισχρή αντίδραση με θύματα τους μετανάστες. Τα επιχειρήματα που κυκλοφορούν πολλά. Ότι “αυτοί μας παίρνουν τις δουλειές”, “αυξάνουν την εγκληματικότητα”, “ρίχνουν τα μεροκάματα” και άλλα τέτοια… Βρήκαν αυτή την εύκολη δικαιολογία για να απεμπολήσουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις δικές τους ευθύνες για τη σάπια ζωή τους.
Ασφαλώς βέβαια και οι μετανάστες, παρ’ όλο που έχουν περάσει αρκετές δυσκολίες και αντιξοότητες στη ζωή τους, κάτι που είναι προφανές και δεν περνάει αδιάφορο, έχουν τις ευθύνες τους. Και όχι όσον αφορά την απάνθρωπη συνθήκη που δέχονται, καθώς οι ρατσιστικές, φυλετικές διακρίσεις είναι ότι πιο άρρωστο υπάρχει, αλλά επειδή και αυτοί με τη σειρά τους, έρχονται να αναπαράγουν τα ίδια μικροαστικά πρότυπα όπως το θρησκευτικό φανατισμό, το σεξισμό κλπ. Ακόμα και η όποια αντίδρασή τους, αντί να σχετίζεται με την πραγματικότητα που βιώνουνε, δηλαδή την αντισυστημική και αντιρατσιστική δράση, ασχολούνται με άλλου είδους ζητήματα. Τρανταχτό παράδειγμα ο μαζικός ξεσηκωμός για το κοράνι όταν στον καθημερινό εξευτελισμό που δέχονται κλείνουν το στόμα, αποδέχονται, συμβιβάζονται.
Βέβαια σε αυτές τις αναλύσεις πρέπει να έρθει και να πατήσει η επαναστατική προοπτική. Όσο υπάρχει κοινωνική πόλωση θα υπάρχει και αστάθεια. Και εκεί είναι που θα αδράξουν την ευκαιρία όλες οι επαναστατικές δυνάμεις και ρεύματα του ριζοσπαστικού χώρου. Στα ρήγματα που προκύπτουν στην κυρίαρχη τάξη. Τώρα που είναι πιο ξεκάθαρη η πραγματική μορφή του δυτικού τρόπου ζωής. Να υπάρξουν νέες μειοψηφίες ανθρώπων, νέες αρνήσεις, αποστασιοποιημένες από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις συνειδησιακά και βιωματικά. Να κάνουν την άρνηση πράξη, τη συνείδηση καταστροφή, μακριά από τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μισθού, μιας καλύτερης καταναλωτικής “ζωής”, ενός “καλύτερου” κυρίαρχου συστήματος.
Η πράξη και ο λόγος μέσω των επιθετικών μορφών αγώνα και του αντάρτικου πόλης να είναι αυτό που θα μας “συνδέει”, που θα μας κάνει να ζούμε αξιοπρεπώς, απ’ όπου θα εκφράζουμε την αμφισβήτησή μας. Γιατί “οι θεωρητικοί που δε ζουν μία εξεγερτική ζωή δεν λένε τίποτα που να αξίζει να λεχθεί και οι ακτιβιστές που αρνούνται να σκεφτούν κριτικά δεν πράττουν τίποτα που να αξίζει να γίνει. Ριζοσπαστική θεωρία είναι η σκέψη που ολοκληρώνεται μέσα σε μία εξεγερτική ζωή και μαθαίνει να εκφράζεται με ακρίβεια αλλά και ρευστότητα”.
Αυτός είναι και ο λόγος της δίωξής μου. Δεν κατηγορούμαι μόνο για τις ιδέες μου αλλά κυρίως επειδή τις μετουσίωσα σε πράξη. Πλέον η κατασταλτική μηχανή του κράτους λειτουργεί διαφορετικά, εξελιγμένα στα δυτικά πρότυπα. Εκτός από το ανθρωποκυνηγητό για τους μαχητές και τους αντάρτες πόλης, κατηγορούνται άνθρωποι απλά και μόνο επειδή είναι αντιεξουσιαστές. Αυτή η στρατηγική, μετά την επιτυχία στο ιταλικό κράτος με την τότε “φτιαχτή οργάνωση” ORAI, έρχεται να εφαρμοστεί και εδώ. Κατηγορούνται πλέον άνθρωποι για συμμετοχή σε “άγνωστη οργάνωση” ή για συμμετοχή σε πυρήνα της Επαναστατικής Οργάνωσής μας μόνο με βάση την πολιτική τους ταυτότητα. Έτσι ουσιαστικά καταλήγουν στη φυλακή επειδή, απλά και μόνο, έχουν επαφή και διαπροσωπική σχέση με αντάρτες πόλης και επαναστάτες, είτε είναι χαρτογραφημένοι ως “δραστήριοι” στο ριζοσπαστικό χώρο. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος προσπαθεί αφενός να φοβίσει το ριζοσπαστικό χώρο και αφετέρου να απομονώσει τους ένοπλους αγωνιστές. Εδώ και τώρα, ο καθένας από την πλευρά του, πρέπει να σπάσει αυτόν το φόβο, να ξαναβάλει τα δεδομένα στο τραπέζι, να χτίσει νέα στρατηγική επίθεσης, Όχι να οπισθοχωρήσει και να αρκεστεί στο ότι “τα πράγματα έχουν δυσκολέψει” αλλά να είναι απλά ένα στοιχείο για να προωθήσει τη δική μας εξέλιξη.
Όπως είπα και πριν διώκομαι γιατί επέλεξα να κάνω τα λόγια πράξη. Το μίσος και την οργή εκρηκτική ύλη για τα σπίτια των αφεντάδων. Ένας από τους σκοπούς μου είναι να φέρουμε το φόβο στις τάξεις τους. Να χρειάζονται θωρακισμένα οχήματα για να κυκλοφορούν, να πρέπει να έχουν σωματοφύλακες ακόμα και σε μία χαλαρή τους βόλτα, να κοιμούνται με το φόβο ότι μπορεί η επόμενη μέρα τους να είναι και η τελευταία. Για αυτό είχαμε αναφέρει και για τον “επαναστατικό τερορισμό”. “Και όσο κι αν η αντάρτικη βία ενός εκρηκτικού μηχανισμού ή μιας πολιτικής εκτέλεσης δε συγκρίνεται με τις γενοκτονίες και τις δολοφονίες των κρατιστών, παρ’ όλα αυτά είναι μια μικρή μεταφορά του τρόμου, στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Το γεγονός ότι όλα αυτά τα καθάρματα, που διαφεντεύουν τις ζωές μας, είναι υποχρεωμένα να κυκλοφορούν μέσα σε θωρακισμένα αυτοκίνητα, με μικρούς στρατούς συνοδείας ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας εξόδου διασκέδασης είναι το ελάχιστο αντίτιμο για τον κόσμο που έχουν κατασκευάσει να κυβερνάνε ”.
Σε αυτόν τον αγώνα πρέπει να μείνουμε ανυποχώρητοι. Έτσι και η Επαναστατική Οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς δημιουργήθηκε, εξελίχθηκε και θα συνεχίσει να προωθεί την επαναστατική δράση, να στηρίζει τον ένοπλο αγώνα ως το τέλος, πάντα στην εμπροσθοφυλακή, πάντα ασύλληπτη.
ΓΙΑΤΙ ΕΝΑ ΡΕΥΜΑ ΙΔΕΩΝ ΔΕ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ ΠΟΤΕ
“Δεν θέλω να μας λυπούνται οι εχθροί μας μήτε και αυτοί που εγκάρδια αγαπάμε. Ακούστε λοιπόν την αλήθεια : ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ εμπρός στον πόλεμο. Απ’ την καρδιά μου σας αγαπώ, ήμουν και είμαι όμοιός σας και είμαι μαζί και ο πιο μεγάλος εχθρός σας. Τον εχθρό σας πρέπει να τον ζητάτε, στον πόλεμό σας πρέπει να μάχεστε για τις ιδέες σας. Κι αν η ιδέα σας νικηθεί, τότε η αξιοπρέπειά σας πρέπει να φωνάζει : ΝΙΚΗΣΑ!”
Νίτσε
Η ΜΕΡΑ ΜΑΣ ΘΑ ΕΡΘΕΙ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΤΥΠΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ – ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΖΗΤΩ Η Ε.Ο ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ΖΗΤΩ Ο ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ
Από τα κολαστήρια – φυλακές Τρικάλων
Μιχάλης Νικολόπουλος
Μέλος Ε.Ο Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς
Τετάρτη, 25 Μαΐου 2001
Υ.Γ Την Τετάρτη 18/05/2011 τραυματίζεται και συλλαμβάνεται, ύστερα από ένοπλη συμπλοκή με τους μπάτσους, ο επαναστάτης Θεόφιλος Μαυρόπουλος. Στέλνω στο Σύντροφο τη θερμή αλληλεγγύη και καλή δύναμη. Επίσης ένα σινιάλο φωτιάς στους συντρόφους του και μία δυνατή χειραψία. Όλα συνεχίζονται…