Κείμενο απάντησης των τριών φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα, στην μπροσούρα

Κείμενο απάντησης των τριών φυλακισμένων μελών του “Επαναστατικού Αγώνα”, στην μπροσούρα, με τίτλο “πολιτική ευθύνη, αλληλεγγύη και ψευδής συνείδηση”.

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε κείμενο με τίτλο «Πολιτική ευθύνη, αλληλεγγύη και ψευδής συνείδηση», το οποίο μας υποχρεώνει να τοποθετηθούμε, όχι για τα ζητήματα που πραγματεύεται, αλλά γιατί αναφέρεται προσωπικά στο σύντροφο Νίκο Μαζιώτη και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης που έκανε το ’98, όταν συνελήφθη για τοποθέτηση βόμβας στο Υπουργείο Ανάπτυξης.

Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κείμενο βρίθει «ευγενικών» χαρακτηρισμών («κάποιους(;) τυφλώνει ο ιδεολογικός φανατισμός», «κάποιοι(;) δεν ορίζουν σαφή μέτωπα πάλης και προσκρούουν στην έσχατη γραμμή άμυνας […] που είναι το ήθος», «κάποιοι(;) που αναγορεύουν σε κεντρικό αντίπαλο(!) ανθρώπους και λογικές που βρίσκονται από τη δική μας πλευρά» κλπ.), οι οποίοι αναμειγνύονται με ιστορικές ανακρίβειες, συνθέτοντας ένα «πολεμικό εγχείρημα» που θα χαρακτηρίζαμε ξιφούλκηση στον αέρα εναντίον στάσεων, θέσεων και επιλογών που το μόνο προσδιορίσιμο στοιχείο είναι ότι αφορούν φυλακισμένους συντρόφους (μάλλον όχι αυτών που έγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο), καθιστά απαγορευτική την ευρύτερη ενασχόληση μαζί του. Εξάλλου, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες έγιναν από τη μεριά μας, η προσέγγιση και ανάλυση ενός τέτοιου -αφοριστικού σε μεγάλο βαθμό και σε σημεία σχεδόν παραληρηματικού- κειμένου θα κατέληγε αναπόφευκτα σε αδιέξοδο και ο μόνος που δε θα κέρδιζε θα ήταν η αλληλεγγύη, η οποία παρά το γεγονός ότι είναι το κεντρικό ζήτημα που πραγματεύεται, τελικά σε αυτή την μπροσούρα δεν έχει την τιμητική της. Γι’ αυτό και προτιμάμε να περιοριστούμε σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα που δεν μπορούμε εκ θέσεως να αγνοήσουμε.

Η διαπίστωση ότι η ανάληψη πολιτικής ευθύνης από το σύντροφο Νίκο Μαζιώτη ήταν μια απόφαση που πάρθηκε σε συνάρτηση με το «πλαίσιο που έθεσαν τα εγκληματολογικά εργαστήρια», όχι μόνο δεν είναι «εύλογη» άλλα είναι αυθαίρετη, αφού αφορά σε λάθος εκτίμηση και δεν βασίζεται σε τοποθέτηση του ίδιου του συντρόφου. Την αρχική του στάση που ήταν η πεπατημένη μέχρι εκείνη τη στιγμή επιλογή της άρνησης των κατηγοριών και του στημένου κατηγορητηρίου, δεν την ανέτρεψε στην πορεία λόγω του στενού πλαισίου των εγκληματολογικών εργαστηρίων. Ήταν μια πολιτική απόφαση να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την επιλογή του να τοποθετήσει βόμβα στο Υπουργείο Ανάπτυξης σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους κατοίκους του Στρυμονικού που εκείνη την περίοδο αγωνίζονταν ενάντια σε εγκατάσταση εργοστασίου χρυσού στην περιοχή τους από πολυεθνική. Ήταν επίσης μια πολιτική απόφαση να υπερασπιστεί τον πολύμορφο αγώνα, αφού η ίδια η αλληλέγγυα δράση του στους κατοίκους του Στρυμονικού εκφράστηκε με πλήθος άλλων πρακτικών (εκδηλώσεις, αφισοκολλήσεις κλπ.) εκτός από τη συγκεκριμένη δυναμική ενέργεια.

Τα νέα δεδομένα στη μέχρι τότε διαχείριση του ζητήματος των πολιτικών κρατουμένων ήταν ότι για πρώτη φορά η αλληλεγγύη σε πολιτικό κρατούμενο κατηγορούμενο για βομβιστική ενέργεια ήταν ανεξάρτητη και αποδεσμευμένη από τους διάφορους «ειδικούς επί της αλληλεγγύης» της εξωκοινοβουλευτικής όχι όμως της αντισυστημικής αριστεράς, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή και για όλες τις υποθέσεις σκευωριών αναλάμβαναν σε συνεργασία με κάποιους αναρχικούς την υπεράσπιση των πολιτικών κρατουμένων, ανάγοντας το ζήτημα της αλληλεγγύης από επαναστατικό ζήτημα του κινήματος, σε ζήτημα θεσμικών διαμεσολαβήσεων και τις αιχμαλωσίες των αγωνιστών από «αφορμή για να εντείνουμε τον αγώνα», όπως συνηθίζαμε να λέμε παλιότερα στα αμφιθέατρα, σε αφορμή για τη λείανση των αιχμών της επαναστατικής δράσης και γείωση του επαναστατικού λόγου στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής υπερασπιστικής γραμμής και ο οποίος λόγος ενόψει της «μάχης για τη λήξη της αιχμαλωσίας» των αγωνιστών, υποβαθμιζόταν σε «γραφικότητες» και σε «ιδεολογικούς μαξιμαλισμούς».

Τελικά, δεν ήταν η σκευωρία σα στάση που δέχτηκε την κριτική εκείνη την περίοδο από σημαντικό μέρος του κινήματος, αλλά ο τρόπος διαχείρισης του ζητήματος της σκευωρίας, αφού η αλληλεγγύη μέχρι τότε χαρακτηριζόταν από ένα δυϊσμό, με βάση τον οποίο διαχωριζόταν σε αυτή των συνελεύσεων και σε αυτή των κλειστών επιτροπών. Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν μόνο οι δεύτερες, ενώ σε άλλες συνυπήρχαν και οι δυο. Στις μεν πρώτες το «καθήκον» του κινήματος ήταν να βάζει τους όρους της δράσης στο δρόμο και στις δεύτερες οι πολιτικές συνεργασίες «εκτάκτου ανάγκης» μεταξύ αναρχικών και πολιτικών χώρων της -πλησίον του κινήματος- αριστεράς είχαν ως αρμοδιότητα την οργάνωση μιας άλλης αλληλεγγύης εξειδικευμένων πρωτοβουλιών που αφορούσαν την οργάνωση δικών, συνεντεύξεων τύπου, κλπ. Ενίοτε και όχι σπάνια θα λέγαμε, μέσα στα πλαίσια αυτών των πρωτοβουλιών διεκπεραιώνονταν οι «απαιτούμενες» θεσμικές διαμεσολαβήσεις των αντίπαλων παρατάξεων (κράτους-φυλακισμένων) που ήταν «αναγκαίες» για να επιτευχθούν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί, οι οποίοι τελικά θα «βοηθούσαν» στην άμβλυνση της σύγκρουσης μεταξύ φυλακισμένου -ο οποίος από αγωνιστής συνήθως μετατρεπόταν σε θύμα της κρατικής καταστολής- και εξουσίας. Αυτή τη συνθήκη, η οποία αναπόφευκτα επιδρά εις βάρος του συνολικότερου αγώνα, τη νομιμοποιούσε στις συνειδήσεις το ίδιο το καθεστώς της ομηρίας, η καταστολή και η όποια «επιτακτική ανάγκη» για μια άμεση «νίκη επί του εχθρού» που αφορούσε αποκλειστικά και με κάθε όρο τις αποφυλακίσεις, ασχέτως αν αυτή, όχι μόνο δεν συνοδευόταν από κάποια ηθική νίκη επί του αντιπάλου, αλλά συνοδευόταν συχνά από μια μικρή ή μεγάλη αξιακή οπισθοχώρηση.

Μακροχρόνιες πολιτικές συμμαχίες και δράσεις συνέβαλαν στην ενίσχυση μιας αντίληψης που αναπτύχθηκε και εκφράστηκε μέσα από τέτοιες επιτροπές, λόγω κυρίως του τιμήματος σε χρόνια φυλάκισης που έχουν οι διώξεις για ένοπλη δράση, σύμφωνα με την οποία αντίληψη η καταστολή σ’ αυτές τις περιπτώσεις να μην απαντιέται με όρους αγώνα, αλλά με όρους που θέτει η «συντεταγμένη πολιτεία», ο λόγος της αλληλεγγύης να συγχέεται με αυτόν των νομικών εδράνων στις δικαστικές αίθουσες και η αλληλεγγύη να μετατρέπεται ενίοτε -όπως υπέροχα είχε διατυπώσει παλιότερα ένας σύντροφος- από το «όπλο μας» στο κόλπο μας.

Τα παραπάνω φαινόμενα επανέρχονται με ιδιαίτερη επιμονή στις μέρες μας, καθώς ο μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων και η πλούσια γκάμα «γραμμών» υπεράσπισης φτιάχνουν ευνοϊκό πεδίο για τους όποιους πολιτικούς καιροσκοπισμούς και αριβισμούς, οι οποίοι είναι σύνηθες και διαχρονικό φαινόμενο να εκδηλώνονται πάνω στις όποιες επιτακτικές ανάγκες και εκβιασμούς γεννά η καταστολή.

Αυτό που για εμάς ήταν ένα νέο και πολύτιμο για τον αγώνα δεδομένο στη διαχείριση του ζητήματος της αιχμαλωσίας των αγωνιστών την περίοδο της φυλάκισης του Νίκου Μαζιώτη, ήταν ότι για πρώτη φορά ένα κίνημα αλληλεγγύης μπορούμε να πούμε ότι τα κατάφερε μόνο του να φέρει σε πέρας μια υπόθεση ένοπλης δράσης με όρους αγώνα, χωρίς να υποπέσει στους συνήθεις δυϊσμούς, χωρίς να διαχωρίσει την αλληλεγγύη σε αυτή του δρόμου και των επιτροπών, χωρίς να βάλει μπροστά τους «ειδικούς» διαμεσολαβητές του κινήματος με την εξουσία. Και σ’ αυτό σίγουρα συνέβαλε και η στάση του ίδιου του συντρόφου.

Αξίζει να επισημάνουμε πως ανάλογα με εκείνη την περίοδο εγχειρήματα ανοιχτών συνελεύσεων αναρχικών που συγκροτούνται για την ενίσχυση και προώθηση του αγώνα συνολικά με αφορμή την καταστολή και τις συλλήψεις και που έχουν ως συνιστώσα τους την αλληλεγγύη σε φυλακισμένους αγωνιστές είναι η ιδανικότερη πολιτική διέξοδος σήμερα για ν’ αντιμετωπίσει τους διαχωρισμούς που επιβάλλονται κατά κόρον στην αλληλεγγύη με βάση τις κατηγορίες, τις «εύκολες» και «δύσκολες» υποθέσεις, τα «ελαφρύτερα» και «βαρύτερα» κατηγορητήρια, τους «ενόχους» και τους «αθώους», τους λιγότερο και τους περισσότερο «αθώους», τους λιγότερο, περισσότερο ή καθόλου δημοφιλείς συντρόφους, σε αυτούς που γνωρίζουμε προσωπικά και σε αυτούς που δεν γνωρίζουμε, σε αυτούς που η αποφυλάκισή τους είναι πιο «εφικτή» και «ρεαλιστική» γι’ αυτό και κινητοποιούμαστε, επίσης, ευκολότερα, σε αυτούς που η υπεράσπιση της πολιτικής τους ταυτότητας, ως στάση άμυνας έναντι της δίωξής τους, είναι ευκολότερα διαχειρίσιμη και περισσότερο απενοχοποιημένη στις συνειδήσεις από τις αναλήψεις πολιτικής ευθύνης… Και ο άκρατος υποκειμενισμός στην αντιμετώπιση της καταστολής και των φυλακίσεων -απόρροια του ευρύτερου κατακερματισμού στον αγώνα- νομιμοποιεί σε δίκες «ενόχων» τις πολιτικές τοποθετήσεις αντίθεσης και διαφωνίας με την ένοπλη δράση, μπροστά στον αντίπαλο που εκπροσωπείται από τους δικαστές, ενώ οι ενστάσεις πάνω σε αυτή την απαράδεκτη συνήθεια καταγγέλονται ως απαίτηση ταύτισης με την ένοπλη δράση(!). Τέτοια φαινόμενα που για εμάς καλλιεργούνται και συντηρούνται από τον αμοραλισμό στην πολιτική, αλλά και από την ενοχικότητα που διακατέχει κάποιους κατηγορούμενους για ένοπλη δράση, ακυρώνουν την αλληλεγγύη, εντείνουν τους διαχωρισμούς στην αλληλεγγύη και τον αγώνα, προωθούν την αντεπανάσταση.

Η νομιμοποίηση στις συνειδήσεις αυτών των στάσεων ενώπιον του εχθρού, η «συνήθεια» να μην αντιδρούμε στη διατύπωση διαφωνιών, ακόμα και καταδικών, επί των διαφόρων μορφών δράσης μπροστά στους δικαστές και στους ανακριτές, δημιουργεί μια ιδιαίτερα σοβαρή πολιτική νοσηρότητα που διαβρώνει τον αγώνα και που τα καταστροφικά της αποτελέσματα δεν θα αργήσουμε να υποστούμε. Αντί, λοιπόν, να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων και κριτικών η «ευνοϊκή» μεταχείριση από τον χώρο κάποιων πολιτικών κρατουμένων και οι διαχωρισμοί με βάση το νομικό πλαίσιο και τα «ευρήματα των εγκληματολογικών εργαστηρίων», γίνεται αντικείμενο κριτικής η ανάληψη πολιτικής ευθύνης για πολιτικούς λόγους και αυτό σε μια περίοδο που οι σύντροφοι οι οποίοι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη είναι αυτοί που δέχονται το μεγαλύτερο έλλειμμα αλληλεγγύης. Επιγραμματικά να διευκρινίσουμε πως η ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι αναπόφευκτα μια πολιτική στάση που έχει μια πολιτική αφετηρία και προϋποθέτει μια πολιτική βάση για να πατήσει ο κρατούμενος και να την κάνει. Όταν αυτή η πολιτική βάση είτε είναι σαθρή είτε απουσιάζει, είναι λογικό ο κρατούμενος -όσο ασφυκτικό κι αν είναι το πλαίσιο που θέτουν τα εγκληματολογικά εργαστήρια- να μην είναι σε θέση να προχωρήσει σε αυτή την επιλογή. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η πολιτική βάση να μην είναι σταθερή, αλλά να υπάρχει στη θέση της μια συλλογική βάση και σχέση που να καθορίζουν την επιλογή. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν και τα δύο. Πάντως η ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι -και δεν γίνεται διαφορετικά-, ιδίως όταν πρόκειται για ομάδες και όχι για ατομικές επιλογές δράσης, επιλογή αυξημένης πολιτικής και συντροφικής ευθύνης, της οποίας ευθύνης η απουσία μπορεί να σημαίνει σαφή εγκατάλειψη συντρόφων και επιλογών στο όνομα της προσωπικής απεμπλοκής από το κατηγορητήριο. Οι εξατομικευμένες αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός ή ενάντια σε μια συλλογική στάση σε περιπτώσεις διώξεων ένοπλων συλλογικοτήτων είναι η πρώτη ουσιαστικά επιτυχία της κατασταλτικής επίθεσης, αφού θα έχει καταλήξει να διασπάσει -ακόμα και να διαλύσει- τη συλλογικότητα. Και αυτό είναι πάντα το πρώτο ζητούμενο της καταστολής ένοπλων οργανώσεων.

Στον α/α χώρο θεωρείται δεδομένη η «υποκειμενική» επιλογή και απόφαση που λαμβάνεται εκτός ή ενάντια σε μια συλλογική στάση σε περιπτώσεις διώξεων ένοπλων συλλογικοτήτων, κάτι που δεν συμβαίνει όμως όταν πρόκειται για άλλου είδους συλλογικές διώξεις, όπως π.χ. σε στέκια και ομάδες εκτός ένοπλης δράσης. Μήπως τελικά η συλλογική πολιτική στάση και η συλλογική υπεράσπιση των πολιτικών μας επιλογών πρέπει να αποφασίζεται με βάση το κατηγορητήριο;

Τηρουμένων των αναλογιών μια βαθιά πολιτικά νοσηρή κατάσταση διακατείχε το χώρο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η υπόθεση του συντρόφου Χριστόφορου Μαρίνου, της οποίας το τέλος απέχει κατά πολύ από τον προσδιορισμό «δραματική έκβαση της διαδρομής του» αφού πρόκειται για κρατική δολοφονία και η φράση «καταστροφική διαχείρισή της» στην ουσία αφορούσε την υπεράσπιση της κατάδοσης που «συνόδευσε» το θάνατό του, δεν μπορεί να περάσει στη λήθη. Το καλοκαίρι του ’96 -που θα μείνει στην ιστορία του κινήματος με το χαρακτηρισμό που του έδωσε μια συντρόφισσα ως «βρώμικο ‘96»- μερίδα του α/α χώρου και μερίδα της πλησίον των αναρχικών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έκαναν την καταστροφική επιλογή να στηρίξουν -ίσως ως ένα βαθμό κάποιοι και να προωθήσουν- την κατάδοση στο κράτος του Χριστόφορου Μαρίνου, ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο μια σφοδρή αντιπαράθεση στο εσωτερικό των αναρχικών, η οποία αφορούσε πλέον όχι απλώς κάποιες αφηρημένες «ιδεολογικοπολιτικές διαφοροποιήσεις» -πολύ περισσότερο δεν αφορούσε «επίλυση εσωπαραταξιακών λογαριασμών»- αλλά αξιακές συγκρούσεις χωρίς ιστορικό προηγούμενο στο ελληνικό αναρχικό κίνημα.

Ενάμιση χρόνο αργότερα και ενώ συλλαμβάνεται ο Νίκος Μαζιώτης, όχι μόνο δεν είχαν διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη του κινήματος τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του ’96, αλλά παρέμεναν ζωντανά, διατηρούσαν ιδιαίτερη δυναμική και συνόδευσαν και καθόρισαν τόσο την αλληλεγγύη στον Μαζιώτη όσο και τις υπόλοιπες κινήσεις αγώνα εκείνη την περίοδο.

Επίσης, η αναφορά ότι η υπόθεση του Χριστόφορου Μαρίνου «θ’ απογειώσει το πρόβλημα» -εννοώντας τη δαιμονοποίηση της σκευωρίας- «καθώς θα συνδεθεί με χώρους που το προηγούμενο διάστημα τηρούσαν ή υπεράσπιζαν συγκεκριμένη στάση», είναι παραπλανητική αφού και πάλι το πρόβλημα δεν ήταν η σκευωρία. Το πρόβλημα ήταν ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι που κατά το παρελθόν πρωτοστατούσαν στην υπεράσπιση των κρατουμένων για υποθέσεις σκευωρίας -των οποίων την πολιτική στόχευση αναλύσαμε παραπάνω-, πρωτοστάτησαν στην υπεράσπιση μιας καταδοτικής συμπεριφοράς μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες.

Για εμάς, που είμαστε από αυτούς που έζησαν εκείνη την περίοδο, τα γεγονότα δεν έχουν αλλάξει άρα ούτε και η ερμηνεία τους. Διατηρούμε τις ίδιες θέσεις με τότε, τις οποίες είχαμε εκφράσει δημόσια και εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως όσοι είχαν εμπλακεί υπερασπίζοντας ή δικαιολογώντας δημοσίως την καταδοτική στάση χωρίς να έχουν, επίσης, δημόσια κάνει έκτοτε αυτοκριτική, εξακολουθούν να είναι στιγματισμένοι κατά τρόπο που υπερβαίνει την όποια άλλη πολιτική διαφοροποίηση.

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς

7/2011

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *